- περιώνυμος
- -η, -οο παντού ονομαστός, ο περίφημος, ο ξακουστός: Ο περιώνυμος ναός της θεάς Αθηνάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιώνυμος — far famed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιώνυμος — η, ο / περιώνυμος, ον ΝΜΑ εκείνος τού οποίου το όνομα είναι γνωστό παντού, ονομαστός, ξακουστός, περίφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. συν ώνυμος)] … Dictionary of Greek
περιώνυμον — περιώνυμος far famed masc/fem acc sg περιώνυμος far famed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιωνύμου — περιώνυμος far famed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιωνύμους — περιώνυμος far famed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιωνύμων — περιώνυμος far famed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιωνύμῳ — περιώνυμος far famed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιώνυμα — περιώνυμος far famed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιώνυμε — περιώνυμος far famed masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιώνυμοι — περιώνυμος far famed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)